στείρο

στείρο
kısır, mikropsuz, steril

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • κυστίδιο — το [κύστη (Ι)] 1. μικρή κύστη, φουσκίτσα 2. (μυκητ.) μεγάλο στείρο ροπαλόμορφο κύτταρο που απαντά στο υμένιο τών βασιδιομυκήτων 3. ζωολ. θήκη ή εξωτερικός σκελετός καθενός από τα άτομα μιας αποικίας εξώπρωκτων βρυοζώων, αλλ. εξωκύστη 4. ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • λεβαντίνη — Φρυγανώδες φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), κοινό σε ξηρούς και πετρώδεις τόπους. Η επιστημονική του ονομασία είναι Santolina chamaecyparissus. Πρόκειται για πολυετή θάμνο, ύψους μέχρι 50 εκ., με ξυλώδη βλαστό και όρθιες, σκληρές …   Dictionary of Greek

  • προθαλλιακός — ή, ό, Ν 1. βοτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προθάλλιο 2. φρ. «προθαλλιακό κύτταρο» βοτ. το μικρότερο και στείρο κύτταρο που σχηματίζεται παράλληλα με το ανθηριδιακό κύτταρο από την πρώτη διαίρεση τού μικροσπορίου ορισμένων πτεριδοφύτων και… …   Dictionary of Greek

  • στείρος — α, ο / στεῑρος, α, ον, ΝΜΑ, και στερρός, όν, Α αυτός που δεν τεκνοποιεί, που δεν έχει ικανότητα για αναπαραγωγή, στέρφος (α. «εὐνούχους στείρους», Μαν. β. «καὶ ἦν Σάρα στεῑρα καὶ οὐκ ἐτεκνοποίει», ΠΔ) νεοελλ. 1. (για τη σκέψη, τον νου, την ψυχή)… …   Dictionary of Greek

  • στείρωση — η / στείρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [στειρῶ, ώνω] η κατάσταση τού στείρου, η έλλειψη ικανότητας για τεκνοποιία νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στειρώνω, καθιστώ κάποιον ή κάτι στείρο, προξενώ, επιφέρω στειρότητα …   Dictionary of Greek

  • στειρώνω — στειρῶ, όω, ΝΜΑ 1. καθιστώ κάτι στείρο, στέρφο 2. καθιστώ μη παραγωγικό, μη καρποφόρο κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. στειρῶ, όω < στεῖρα «αυτή που δεν έχει ακόμη αποκτήσει παιδιά», ενώ ο νεοελλ. τ. στειρώνω < στείρος, α, ο] …   Dictionary of Greek

  • στημονώδης — ες, στημονώδης, ῶδες, ΝΑ [στήμων, ονος] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το στημονώδες βοτ. φυλλοειδής δομή που προέρχεται από έναν μεταμορφωμένο στήμονα και αποτελεί στείρο στήμονα ορισμένων ανθέων αρχ. (για τον ιστό τής αράχνης) αυτός που έχει πολλά και …   Dictionary of Greek

  • σύνδρομος — η, ο / σύνδρομος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. α) «σύνδρομα ορυκτά» (ορυκτ.) πέτρωμα και μη επιθυμητά ορυκτά που εξορύσσονται μαζί με τα εκμεταλλεύσιμα μεταλλοφόρα ορυκτά και ακολούθως διαχωρίζονται με τις διεργασίες εμπλουτισμού, για να απορριφθούν στη… …   Dictionary of Greek

  • χερσώνω — χερσῶ, όω, ΝΜΑ [χέρσος] (το παθ.) χερσώνομαι και χερσοῡμαι, όομαι (για τόπο) γίνομαι χέρσος, γίνομαι ξερός, άφορος και άγονος (α. «ο κόσμος έχει φύγει τ αμπέλια έχουν χερσωθεί» β. «γῆν καταλαβὼν κεχερσωμένην», Πλούτ. γ. «τὸ χερσωθὲν ἔδαφος»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”